διηθώ

διηθώ
(Α διηθῶ, -έω) [ηθώ]
περνώ ένα υγρό μέσα από φίλτρο για να απομακρυνθούν όλες οι ξένες ουσίες, διυλίζω, φιλτράρω, στραγγίζω
αρχ.
1. πλένω, καθαρίζω
2. σταλάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διηθώ — διήθησα, διηθήθηκα, διηθημένος, φιλτράρω: Το κρασί διηθείται σε μία φάση της επεξεργασίας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διηθῶ — διηθέω strain through pres subj act 1st sg (attic epic doric) διηθέω strain through pres ind act 1st sg (attic epic doric) διηθέω strain through pres subj act 1st sg (attic epic doric) διηθέω strain through pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …   Dictionary of Greek

  • μεταδιερώ — μεταδιερῶ, άω (Α) διυλίζω, διηθώ, στραγγίζω, φιλτράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + διερῶ «διηθώ, στραγγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσδιηθώ — έω, Α διηθώ, διυλίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διηθῶ «διυλίζω, φιλτράρω»] …   Dictionary of Greek

  • αδιήθητος — η, ο (Α ἀδιήθητος, ον) [διηθῶ] αδιύλιστος, αφιλτράριστος, αστράγγιστος …   Dictionary of Greek

  • απηθώ — ἀπηθῶ ( έω) (Α) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ηθώ ( έω) «στραγγίζω, φιλτράρω»] …   Dictionary of Greek

  • διήθημα — το (Α διήθημα) [διηθώ] το προϊόν τής διήθησης νεοελλ. χημ. το καθαρό υγρό που λαμβάνεται μετά τη διήθηση …   Dictionary of Greek

  • διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… …   Dictionary of Greek

  • διαπιδύω — (Α διαπιδύω) [πιδύω] ρέω αργά μέσα από τους πόρους τού σώματος αρχ. διυλίζω, διηθώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”